ρυθμός

ρυθμός
Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με την ένταξή του σε χρονικές ενότητες, οι οποίες αποτελούνται από φθόγγους ορισμένης συνολικά χρονικής διάρκειας (ρυθμικές αξίες). Κάθε μουσική φράση χωρίζεται σε περισσότερες τέτοιες ενότητες· κάθε ενότητα σε περισσότερα τμήματα ή χρόνους, η περιοδικότητα των οποίων υπογραμμίζεται με έναν ιδιαίτερο τονισμό ορισμένων από αυτούς και τη διάκρισή τους έτσι σε ισχυρούς και ασθενείς χρόνους. Οι ισχυροί χρόνοι βρίσκονται στην αρχή κάθε ενότητας, υπάρχουν όμως τονισμοί και στη μέση ή ακόμα και στο τέλος της ενότητας. Η διαφοροποίηση του ρ. εξαρτάται από τη διάρθρωση των ρυθμικών αξιών που συνθέτουν τις ενότητες, καθώς και από τη θέση που παίρνουν οι ισχυροί και ασθενείς χρόνοι μέσα στην ενότητα. Από πολύ νωρίς, εξαιτίας επίσης και του φωνητικού χαρακτήρα των μουσικών εκδηλώσεων για λατρευτικούς κυρίως σκοπούς, ο μουσικός ρ., συνδυάστηκε με τον ρ. που δημιουργείται από την προφορά των συλλαβών και των λέξεων, και επομένως συνδυάστηκε αργότερα με την ποίηση, τέχνη που, όπως και η μουσική, εξελίσσεται επίσης μέσα στον χρόνο. Έτσι στους αρχαίους Έλληνες, ο μουσικός ρ. ταυτίστηκε μετον ρ. της ποίησης σε μια εναλλαγή μακρών και βραχέων φθόγγων, διαρθρωμένων σε πόδες. Ο σημαντικότεροι πόδες ήταν ο τροχαίος (– ∪) και ο ίαμβος (∪–) σε τρεις χρόνους, ο δάκτυλος (–∪∪) και ο ανάπαιστος (∪∪–) σε τέσσερις χρόνους, ο κρητικός ή παίων (–∪–) σε πέντε χρόνους. Η δυνατότητα μεταβολής των βραχέων (∪) σε μακρά (–, «θέσει μακρά») δημιούργησε άλλους ρ., που μεταξύ των στοιχείων τα οποία τους αποτελούσαν ήταν από τη μια μεριά ο ιδιαίτερος τονισμός σε ένα από τα μέρη του ποδός (κύριος τόνος) και από την άλλη η διαδοχή ισχυρών και ασθενών χρόνων (θέση και άρση). Στην ελληνική, τέλος, μουσική ρυθμική ήταν δυνατόν να συνδεθούν πόδες διαφορετικού τύπου και να επιτευχθεί έτσι μια ακόμα μεγαλύτερη ρυθμική ποικιλία. Στους χρόνους που ακολούθησαν την ελληνική αρχαιότητα, εξαιτίας κυρίως και του γεγονότος ότι η ποίηση χάνει σιγά σιγά τον προσωδιακό της χαρακτήρα και γίνεται τονική, η ταύτιση του μουσικού ρ. με τους ποιητικούς πόδες εξαφανίζεται. Σε όλο τον Μεσαίωνα η μουσική, που εξακολουθεί να είναι σε μέγιστο ποσοστό φωνητική, αποκτά μελισματικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πρωτότυπων ρυθμικών σχημάτων, τελείως όμως άσχετων με τις βραχείες και μακρές συλλαβές της ποίησης. Ωστόσο με την εμφάνιση και μετέπειτα ανάπτυξη της πολυφωνίας στη δυτική Ευρώπη και την υπέρθεση έτσι όχι μόνο μελωδικών αλλά και ρυθμικών σχημάτων, ο ρ. πλουτίζεται σημαντικά. Ήδη με την Αναγέννηση, ο τονικός χαρακτήρας της ποίησης σε συνδυασμό με την εξάπλωση της «κοσμικής» (musica volgare), αλλά κυρίως της ενόργανης μουσικής, όπου το μέλισμα, ως καθαρά μελωδικό αλλά και ως ρυθμικό επίσης στοιχείο, υποχωρεί αρκετά, οι χρονικές ενότητες, μέσα στις οποίες εντασσόταν ο ρ., γίνονται σωστές μονάδες μέτρησης του χρόνου, μικρότερης διάρκειας και πολύ πιο συγκεκριμένες, που ονομάζονται πια «μουσικά μέτρα». Κάθε «μέτρο» χωρίζεται από το επόμενο με μια κάθετη γραμμή, τη «διαστολή», και περιέχει φθόγγους ίσης πάντα συνολικής αξίας, με διαφορετική όμως ρυθμική διάρθρωση. Στη μουσική της δυτικής Ευρώπης υπάρχουν «μέτρα» διμερή (2/4, 2/2), με έναν ισχυρό και έναν ασθενή χρόνο, τριμερή (3/4, 3/2, 3/8), με έναν ισχυρό και δυο ασθενείς χρόνους και τετραμερή (4/4, 4/2), με δυο ισχυρούς και δυο ασθενείς χρόνους. Όπως ακριβώς συνέβαινε με τους «πόδες» της αρχαίας ελληνικής μετρικής, έτσι και στη μουσική της δυτικής Ευρώπης είναι δυνατή η δημιουργία σύνθετων «μέτρων» από τον συνδυασμό δυο απλών. Τα συνηθέστερα σύνθετα «μέτρα» είναι 6/8 (=2x4/8),9/8(3x3/8) και 12/8 (4x3/8), Αντίθετα σπανίζουν τα πενταμερή (5/8 ή 5/4=2+3/8 ή 4) και επταμερή (7/8 ή 7/4 = 3+4/8 ή 4) «μέτρα», που όμως αφθονούν στη δημοτική μουσική μερικών βαλκανικών χωρών και ιδιαίτερα στην ελληνική, όπου μάλιστα ο ρ. 7/8 (= 3+2+2/8) πάνω στον οποίο βασίζεται ο γνωστός «καλαματιανός» (αναβίωση, όπως υποστηρίζεται, του αρχαίου ελληνικού «πυρρίχιου»), με τρεις ισχυρούς και τέσσερις ασθενείς χρόνους, θεωρείται ίσως ο τυπικότερος. Στη μουσική του 20ού αι. ολόκληρο το πρόβλημα του ρ. τοποθετείται σε νέες βάσεις, με αποτέλεσμα την επαναξιολόγηση των παλιών χρονικών ενοτήτων, την ουσιαστική (συχνά και πραγματική) κατάργηση του «μέτρου» ως μονάδας μέτρησης του μουσικού χρόνου και τη δημιουργία μιας μουσικής, ο ρ. της οποίας είναι πιο πολύ «εσωτερικός» και οπωσδήποτε απελευθερωμένος από τα λίγα ή πολύ στενά όρια του μουσικού «μέτρου». Βιολογία. Είναι παραδεδεγμένο ότι ο ρ. είναι από τα χαρακτηριστικά της ζωής. Πραγματικά, όλες σχεδόν οι διαδικασίες της ζωής ακολουθούν μια πορεία με ρ. δηλαδή με διαδοχικές εκδηλώσεις κατά ορισμένη τάξη· ακόμα και τα φαινόμενα που φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν ομοιόμορφη πορεία, όχι περιοδική, αποδείχνεται συχνά ότι μπορούν να διαχωριστούν σε απλά φαινόμενα με ρυθμό. Οι ρ. της ζωής των κυττάρων είναι σαφείς και σχετικά απλοί· ο πιο έκδηλος ρ. που μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως βασικός, είναι εκείνος της κυτταροτομίας, που αποτελεί τη βάση των φαινόμενων της ανάπτυξης στους ανώτερους οργανισμούς. Εκεί όπου η περιοδικότητα εκδηλώνεται κατά τρόπο πιο εντυπωσιακό και σταθερό είναι ίσως στα φαινόμενα της αναπαραγωγής. Πραγματικά για κάθε είδος, και μερικές φορές για κάθε ράτσα, υπάρχει μια περιοδικότητα απόλυτα χαρακτηριστική. Ακόμα και ολόκληρος ο κύκλος της ζωής του ατόμου: ανάπτυξη, ωριμότητα, γεράματα, μπορεί να διαχωριστεί σε κύκλους με ρ. περισσότερο ή λιγότερο σταθερό. Και η ζωή επίσης του είδους μπορεί να γίνει κατανοητή ως σύνολο ζωικών διαδικασιών με ρ., που συνθέτουν τον βιολογικό κύκλο κάθε ατόμου. Η περιοδικότητα εκδηλώνεται επίσης σε μερικά παθολογικά φαινόμενα. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως στους ελώδεις πυρετούς, δεν πρόκειται παρά για εκδήλωση του χαρακτηριστικού κύκλου του παράσιτου. Στον ανθρώπινο οργανισμό είναι γνωστοί πολυάριθμοι ρ., από τους οποίους οι πιο φανεροί είναι ο αναπνευστικός, ο καρδιακός, ο νυχθημερινός του νευροφυτικού συστήματος, των ουρικών απεκκρίσεων κλπ.
* * *
ο / ῥυθμός, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥυσμός, Α
η διαδοχή, η κανονική εναλλαγή κινήσεων ή ενεργειών σε ίσα χρονικά διαστήματα ή σε διαστήματα που παρουσιάζουν αναλογία μεταξύ τους, έμμετρη κίνηση (α. «ρυθμός τής κωπηλασίας» β. «ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῡ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων, γέγονε», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ευρυθμία, τάξη («δεν έχει ρυθμό στη ζωή του»)
2. (μουσ.-λογοτ.) η διάταξη ή η εναλλαγή φθόγγων ή ήχων με ορισμένο τρόπο μέσα στον χρόνο, το μέτρο («ιαμβικός ρυθμός»)
3. (ιδίως στις πλαστικές τέχνες) α) η αναλογία και η συμμετρία τών μερών ενός συνόλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αρμονικές
β) ο χαρακτήρας τών έργων που προσδίδει ιδιαιτερότητα στο καλλιτέχνημα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον τεχνίτη, την εποχή ή τη σχολή που αυτό αντιπροσωπεύει, τεχνοτροπία («νεοκλασικός ρυθμός»)
4. φρ. «ρυθμός εργασίας» — η ταχύτητα επαναλήψεως ορισμένων βημάτων μιας εργασίας σε σχέση με την ποσότητα και την ποιότητα τού παραγόμενου προϊόντος, η οποία μπορεί να είναι σταθερή στις μηχανές αλλά κυμαινόμενη στον άνθρωπο
αρχ.
1. συμμετρία, αναλογία μερών («ὡς δ' αὕτως ἡ τῶν χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσις καὶ τιμήσεως κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει», Πλάτ.)
2. διευθέτηση με έναν συγκεκριμένο τρόπο
3. ο χαρακτήρας ενός ατόμου ή η ψυχική του κατάσταση
4. η μορφή ή το σχήμα ενός αντικειμένου που ορίζεται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη συμμετρία («μετέβαλον τὸν ῥυσμὸν τῶν γραμμάτων», Ηρόδ.)
5. η υφή ενός πράγματος («τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες», Διοσκ.)
6. ο τρόπος σχηματισμού ενός πράγματος ή ο τρόπος εκτέλεσης μιας ενέργειας (α. «ἐν τριγώνοις ῥυθμοῑς», Αισχύλ.
β. «τίς ῥυθμὸς φόνου;», Ευρ.)
7. (σπάν.) το στιχηρό άσμα, το ποίημα
8. φρ. α) «ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε»
(για όρχηση ή για βάδισμα) κράτα τον χρόνο
β) «θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγω»
(για όρχηση ή για βάδισμα) παίζω με ταχύτερο χρόνο
γ) «ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῑν» — το να αναπνέει κανείς ομαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυθμός έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) + επίθημα -θμός / -σμός, που προσδίδει ιδιαίτερη τροπικότητα στη ρηματ. ενέργεια (πρβλ. κλαυθμός, μηνι-θμός). Αντίθετα, απίθανες θεωρούνται οι συνδέσεις τής λ. με το ρ. ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» (πρβλ. ῥῡτήρ) ή με το ρ. ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῡτήρ), λόγω τής βραχύτητας τού -ŭ- τού ῥυθμός, καθώς και λόγω έλλειψης σημασιολ. σχέσης. Σημασιολογικά η λ. συνδέεται με τη λ. μέλος και συνενώνει τις έννοιες τής μορφής και τής κίνησης, αρχίζοντας από την ομαλή ρευστότητα τής μορφής και καταλήγοντας στην κανονικότητα τής κίνησης διά μέσου τού χορού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ …   Dictionary of Greek

  • τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… …   Dictionary of Greek

  • κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο …   Dictionary of Greek

  • μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

  • ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”